κατακυβιστώ

κατακυβιστώ
κατακυβιστῶ, -άω (Α)
πέφτω ορμητικά με το κεφάλι προς τα κάτω, βουτώ («κατακυβιστήσας εἰς θάλασσαν βαθεῑαν», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κυβιστῶ «βουτώ, πέφτω με το κεφάλι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”